- λοχαγίαι
- λοχᾱγίαι , λοχαγίαrankfem nom/voc plλοχᾱγίᾱͅ , λοχαγίαrankfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοχαγία — λοχαγία, ἡ (Α) [λοχαγός] το αξίωμα, το λειτούργημα, η θέση τού λοχαγού («κατὰ μέρος δὲ αἱ ὑπὸ ταύτας τριηραρχίαι καὶ λοχαγίαι καὶ φυλαρχίαι καὶ ὅσα τούτων μόρια», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek